Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ)

Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή

 

 ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 14/11/2008

 

Το χρονικό μιας εποχής

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΕΝΑ*

Λαμπρή προσωπικότητα της ελληνικής διασποράς, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (1873-1950) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς του 20ού αιώνα. Οι έρευνές του εκτείνονται σε πολλούς κλάδους των Μαθηματικών και της Φυσικής και έχουν κερδίσει δίκαια τη διεθνή αναγνώριση. Ο πολυκύμαντος βίος και το πολύπλευρο έργο του Καραθεοδωρή παρουσιάζονται αναλυτικά και με πλούσια τεκμηρίωση στη βιογραφία του, την οποία έγραψε η φυσικός Μαρία Γεωργιάδου. Το βιβλίο αυτό (που κυκλοφόρησε από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης») τροφοδότησε αντιδράσεις, ζωηρές συζητήσεις και πολεμικές, που είχαν ως επίκεντρο την ερμηνεία του γεγονότος ότι ο Καραθεοδωρή παρέμεινε στη ναζιστική Γερμανία στα κρίσιμα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η έκδοση της βιογραφίας του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή αποτέλεσε την αφορμή για το παρόν αφιέρωμα, που ελπίζουμε ότι συμβάλλει στο να γίνει περισσότερο γνωστή στο ευρύτερο κοινό μια εξέχουσα φυσιογνωμία της διεθνούς επιστήμης.

 

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ,

Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή,  Ενας μαθηματικός υπό τη σκέπη της εξουσίας

«ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ»,

Οπου υπάρχουν πανύψηλα δέντρα, γύρω τους εμφανίζεται συχνά, περιτυλιγμένος, ο κισσός. Μαζί με τους εργάτες του πολιτισμού η ανθρωπότητα αναγκάστηκε να ανεχθεί και την ύπαρξη των διαφόρων κηφήνων της πολιτικής, οι οποίοι όχι μόνο σφετερίστηκαν την αξία των πρώτων, θέλοντας να εδραιώσουν τη δική τους παρασιτική ύπαρξη, αλλά πίστεψαν, επίσης, και πιστεύουν ότι είναι σε θέση να εξουσιάζουν τους δημιουργούς και να τους διατάζουν.

Αυτό φαίνεται να είναι η κεντρική ιδέα της πρόσφατα εκδοθείσης βιογραφίας ενός από τους μεγάλους αυτούς δημιουργούς, κατά τα πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα: του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή. Συγγραφέας του έργου η Ελληνίδα φυσικός Μαρία Γεωργιάδου. Το έργο κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2004, από τις εκδόσεις «Springer», και το 2007 σε ελληνική μετάφραση, εμπλουτισμένη με σημαντικό νέο υλικό, από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», συνεισφέροντας έτσι στην πλήρωση ενός κενού λυπηρού για τα ελληνικά δεδομένα. Πράγματι, η ελληνική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία σχετικά με τον μεγάλο αυτό διανοητή είναι πολύ περιορισμένη, ενώ μόλις μετά το 2000 κυκλοφόρησαν δύο βιογραφίες του, εκλαϊκευτικού χαρακτήρα. Οπωσδήποτε αυτή της Μ. Γεωργιάδου είναι ασύγκριτα πλουσιότερη σε τεκμηρίωση και ευρύτητα, συνδυάζοντας τον βίο του Καραθεοδωρή με τα πολιτικά και ιστορικά δρώμενα εκείνων των χρόνων, καθώς και με έναν «αστερισμό» από άλλες προσωπικότητες των επιστημών, τόσο στη Γερμανία όσο κα στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και πέρα από αυτήν.

Εντυπωσιακός ο πλούτος των θεμάτων και των στοιχείων που παραθέτει η συγγραφέας, σχεδόν πάντα με λεπτομερείς παραπομπές. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως μπορεί να αποκτήσει εισαγωγικές γνώσεις σε πλήθος θέματα: η ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τους τελευταίους αιώνες της, ιδιαίτερα η ζωή των Ελλήνων και της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, αλλά και των αντίστοιχων κοινοτήτων σε άλλα μέρη της Ευρώπης, η οθωμανική διπλωματία, η Μικρασιατική Καταστροφή, η εντυπωσιακά ρευστή πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα, οι προσπάθειες δημιουργίας του Ιωνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, ο γερμανικός μιλιταρισμός, ο ναζισμός, οι διώξεις των διανοουμένων από το καθεστώς του Χίτλερ και οι προσπάθειες για συγκαλυμμένη αντίσταση, το δράμα των ανθρώπων που κινδύνεψαν και που διώχτηκαν, οι πολιτικές ίντριγκες της εποχής. Και ο Καραθεοδωρή, πρωταγωνιστής αλλά και παγιδευμένος μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα…
Φυσικά δεν πρέπει να παραλείψουμε την αναφορά στα μαθηματικά ζητήματα που εκτίθενται στο βιβλίο. Η συγγραφέας, με την ιδιότητά της του επαΐοντος, προσφέρει μία παρουσίαση, όχι συνολικά του έργου του Καραθεοδωρή (κάτι τέτοιο είναι ίσως και ανέφικτο!), αλλά κάποιων χαρακτηριστικών πτυχών του, αρκετών ώστε να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη καταρτισμένου περί τα Μαθηματικά και τη Φυσική.

 

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του έργου είναι η «ισονομία». Η παρουσίαση «μεγάλων ανδρών», όπως ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, χαρακτηρίζεται συνήθως από συναισθηματική έξαρση και υποκειμενικό θαυμασμό για το κεντρικό πρόσωπο (ιδιαίτερα στην περίπτωση του μεγάλου Ελληνα μαθηματικού, η μία εκ των βιογραφιών που προηγήθηκαν υπήρξε έργο συγγενικών του προσώπων). Η κ. Γεωργιάδου εντυπωσιάζει, αντιθέτως, με την «ηροδότεια» μεθοδολογία που ακολουθεί. Η έμφασή της είναι στην παρουσίαση γεγονότων. Μέσα από κείμενα, αρχεία, μαρτυρίες, ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ενός χρονικού όπου το κάθε τι που συνέβη, ειπώθηκε ή διαπράχτηκε, επιχειρείται να τεθεί στη διάθεσή του. Ο θαυμασμός του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή για την αρχαιότητα, η συνάντησή του με εξέχοντες μαθηματικούς και οι σημαντικές έρευνές του αντανακλώνται στα σχόλια πολλών επιστημόνων που τον γνώρισαν και είχαν αλληλογραφία μαζί του. Η κ. Γεωργιάδου παρουσιάζει πολλές τέτοιες αναφορές. Δεν λείπει όμως και η αναφορά σε πτυχές της ζωής του που γεννούν ερωτήματα, όπως η παραμονή του στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του ναζισμού, ένα ζήτημα που οπωσδήποτε χρειαζόταν μελέτη και αποσαφήνιση από παλαιά.

Αν δεν δοξολογείς τους θεούς, είσαι αυτομάτως «βλάσφημος»… Το έργο δέχτηκε επιθέσεις και βίαιη κριτική. «Κατασυκοφαντείται μία μεγάλη μορφή του Ελληνισμού ως φιλοναζιστής», αναφώνησαν πολλοί σε πολλούς διαφορετικούς τόνους! Η συγγραφεύς θα επιτύγχανε, ίσως, ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα αν παρέλειπε ορισμένες προσωπικές της κρίσεις, αφήνοντας τα συμπεράσματα -ιδιαίτερα όσα έχουν μεγάλη βαρύτητα- αποκλειστικά στον αναγνώστη (π.χ., σελ. 251 «Είχε διδαχθεί άραγε από την Ιστορία; Από τη μετέπειτα πορεία του στη διάρκεια του εθνικοσοσιαλισμού θα δούμε πως όχι».) Κάποιες υβριστικές αναφορές στο πρόσωπο του Καραθεοδωρή («villain»), οι οποίες δεν ανήκουν στη συγγραφέα αλλά παρατίθενται απλά στον επίλογο του έργου, θα ήταν καλύτερα να είχαν παραλειφθεί ή η κ. Γεωργιάδου να είχε πάρει αποστάσεις από αυτές. Οπωσδήποτε, όμως, οι επικριτές της Μαρίας Γεωργιάδου εμφανίζονται να αγνοούν εντυπωσιακά την πλούσια παράθεση στοιχείων υπέρ του Καραθεοδωρή, κοντά σε εκείνα που φαινομενικά «αμαυρώνουν» την εικόνα που είχε από καιρό χτιστεί γύρω του.

Παραβλέπεται, π.χ., πλήρως η σαφής αναφορά στο ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο Καραθεοδωρή διατήρησε την έδρα του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή του, ήταν η απόφασή του να αγωνιστεί ενάντια στο ενδεχόμενο ο διάδοχός του στην έδρα να ήταν κάποιος μηδενικής αξίας «επιστήμονας», ο οποίος θα αναρριχιόνταν σ’ αυτήν απλώς και μόνον ως υποστηρικτής του ναζιστικού καθεστώτος. Δίνεται έμφαση στην παράθεση της πληροφορίας ότι «ο Καραθεοδωρή έκλεινε τις επιστολές του με τον ναζιστικό χαιρετισμό "Heil Hitler!"» και παραβλέπεται η παράθεση της πληροφορίας ότι ο Καραθεοδωρή «κατεδίωξε εθνικοσοσιαλιστές φοιτητές, οι οποίοι παρεμπόδιζαν τη διεξαγωγή μαθήματος ενός Εβραίου συναδέλφου του». Χρησιμοποιείται συχνά το όνομα του Oscar Peron ως επιχείρημα με στόχο την καταπολέμηση των υποτιθέμενων «συκοφαντιών» εκ μέρους της συγγραφέως και παραβλέπεται το γεγονός ότι η ίδια αυτή συγγραφεύς είναι εκείνη που παραθέτει κατά κόρον στοιχεία και αναφορές περί της στενής σχέσης των δύο ανδρών…

Ο τίτλος του συγγράμματος, που τόσο παρεξηγήθηκε και αυτός («Ενας μαθηματικός υπό τη σκέπη της εξουσίας»), εμπεριέχει την κεντρική ιδέα, η οποία αφορά τις παρασιτικές εξουσίες που χρησιμοποιούν το κύρος των μεγάλων σκαπανέων του πολιτισμού και της δημιουργίας, προκειμένου να ξεφύγουν, χάρη στη λάμψη των μεγάλων αυτών μορφών, από το δικό τους πυκνό σκότος, σαν τυπικά «ετερόφωτα σώματα» (και όχι τη δήθεν «σχέση του Καραθεοδωρή με την εξουσία»).

Κλείνοντας διατυπώνουμε την εκτίμησή μας πως το βιβλίο της Μαρίας Γεωργιάδου αξίζει να διαβαστεί από ανθρώπους οι οποίοι έχουν στόχο να διαμορφώσουν προσωπική αντίληψη γύρω από τα θέματα που αυτό πραγματεύεται, μη ανεχόμενοι να επηρεαστούν από κανενός είδους κήρυκες καμίας άποψης. Πρέπει να διαβαστεί κριτικά, με έμφαση στα πολυάριθμα στοιχεία, ντοκουμέντα, μαρτυρίες και αναφορές που περιέχει, με στόχο να αποτελέσει βάση για περαιτέρω συλλογή και διασταύρωση πληροφοριών εκ μέρους σοβαρών μελετητών της Ιστορίας της Επιστήμης. Και είναι, δυστυχώς, γνωστό πως παρόμοιοι ερευνητές, αν δεν σπανίζουν στον ελλαδικό χώρο, οπωσδήποτε δεν έχουν ιδιαίτερα αισθητή παρουσία, όπως μαρτυρεί το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή παραμένει ένας άγνωστος, σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος και την αίγλη του έργου του.

*Δρ μαθηματικός – φυσικός

 

 

Μια περιπλοκή, μοναχική και αντιφατική πορεία

Συνέντευξη του Κώστα Γαβρόγλου (καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) στον Θανάση Γιαλκέτση

-Η βιογραφία του μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή αναλύει με λεπτομερή τρόπο και το ερευνητικό του έργο. Πόσο κατανοητό είναι το βιβλίο αυτό από τους μη ειδικούς αναγνώστες;

«Απολύτως. Η βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή της δρος Μαρίας Γεωργιάδου, που κυκλοφορεί από τις "Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης" (και αποτελεί την εμπλουτισμένη ελληνική έκδοση του έργου της που κυκλοφόρησε το 2004 από τον εκδοτικό οίκο "Springer Verlag"), είναι η ιστορία ενός μαθηματικού που ανήκει στην πιο προικισμένη γενιά μαθηματικών και φυσικών που υπήρξε ποτέ. Στο βιβλίο περιγράφεται με λεπτομερή τρόπο το οικογενειακό περιβάλλον του Καραθεοδωρή και αναδύεται ο περίπλοκος κόσμος των Φαναριωτών του 19ου αιώνα.

Πρόκειται για μία υποδειγματική εργασία αφού η συγγραφέας, μέσα από την εξαντλητική μελέτη ενός εντυπωσιακού αριθμού αρχείων σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, στο Ισραήλ και στην Τουρκία, ανασυγκροτεί το εξαιρετικά σύνθετο κλίμα στην Ευρώπη και την Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αναδεικνύει τις δομές και την κουλτούρα των πανεπιστημίων της Κεντρικής Ευρώπης όπου σπούδασε και εργάστηκε ο Καραθεοδωρή και μας περιγράφει τις σχέσεις ανάμεσα στον Καραθεοδωρή και τους πολλούς επιστήμονες, οι οποίοι ήταν οι πρωταγωνιστές των ριζοσπαστικότερων αλλαγών που έγιναν μετά τον 17ο αιώνα σχετικά με τους τρόπους θέασης της φύσης. Αυτοί ήταν οι συνάδελφοι και φίλοι του Καραθεοδωρή, οι θεμελιωτές των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής, στην τελειοποίηση των οποίων συνέβαλε και ο ίδιος. Η βιογραφία, λοιπόν, δεν είναι απλώς η ανάλυση του μαθηματικού έργου του Καραθεοδωρή, αλλά μια κοινωνική ιστορία της επιστήμης, με την οποία θα πρέπει να αναμετρηθούν οι μελλοντικές βιογραφίες επιστημόνων».

-Υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις, και μάλιστα η κ. Γεωργιάδου κατηγορήθηκε ότι δεν παρουσιάζει με αντικειμενικό τρόπο τη ζωή του Καραθεοδωρή. Γιατί τόσος θόρυβος;

«Ανάμεσα στα πολλά που πραγματεύεται η κ. Γεωργιάδου είναι και η παραμονή του Καραθεοδωρή στη Γερμανία μετά την άνοδο των ναζί και καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου, παρά το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Το τμήμα αυτό του βιβλίου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από διάφορους που τόσο καιρό, ενώ άφηναν να εννοηθεί ότι χωρίς τη συμβολή του Καραθεοδωρή ο Αϊνστάιν δεν θα μπορούσε να είχε διατυπώσει τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας (κάτι που είναι εντελώς λάθος), είχαν επιμελώς αποσιωπήσει την παραμονή του Καραθεοδωρή στη Γερμανία. Αποκορύφωμα αυτών των αντιδράσεων είναι μία πρόσφατη απόφαση της Συγκλήτου της Ακαδημίας Αθηνών, όπου εγκαλείται η κ. Γεωργιάδου για "ανακριβείς κατηγορίες και αυθαίρετες και μειωτικές απόψεις" για τον Καραθεοδωρή».

-Είναι, όντως, έτσι;

«Το ακριβώς αντίθετο. Η κ. Γεωργιάδου πραγματεύεται το συγκεκριμένο θέμα με εξαιρετικά μεγάλη προσοχή. Π.χ., πολλοί πανικοβλήθηκαν ότι αν συζητηθεί η παραμονή του Καραθεοδωρή στη ναζιστική Γερμανία από το 1933 μέχρι το τέλος του Πολέμου, αυτό θα σήμαινε ότι ο Καραθεοδωρή θα ταυτιζόταν με τους ναζί. Ο πανικός αυτός δείχνει μια τεράστια άγνοια για το τι συνέβαινε στη Γερμανία εκείνη την εποχή, και, κυρίως, παραπέμπει σε μία λογική του άσπρου-μαύρου. Αυτήν ακριβώς την αντίληψη έρχεται να ανατρέψει η συγκεκριμένη βιογραφία, η οποία μας πείθει ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Εχει ενδιαφέρον ότι η απόφαση της Ακαδημίας δεν προσκομίζει κανένα απολύτως συγκεκριμένο στοιχείο, και απλώς κατηγορεί την κ. Γεωργιάδου. Είναι πράγματι θλιβερό. Η Ακαδημία θα όφειλε να αγκαλιάσει ένα βιβλίο γραμμένο με τέτοιο υποδειγματικό τρόπο, και να οικειοποιηθεί το επιστημονικό του ήθος. Αντ’ αυτού επέλεξε να κατηγορήσει το έργο αυτό, χωρίς καμία τεκμηρίωση».

-Συνεργάστηκε, τελικά, ο Καραθεοδωρή με τους ναζί;

«Δεν είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί με ένα ναι ή ένα όχι. Πουθενά στο βιβλίο ο Καραθεοδωρή δεν κατηγορείται ότι συνεργάστηκε με τους ναζί. Ούτε και δίνεται η εντύπωση ότι έμεινε στη Γερμανία για να κάνει αντίσταση στους ναζί, γιατί απλούστατα η παραμονή του δεν είχε αυτόν τον στόχο. Αντιθέτως, από την αφήγηση της κ. Γεωργιάδου αναδεικνύεται ένας πανεπιστημιακός που δεν θέλει να ταυτιστεί με εκείνους τους καθηγητές που συνεργάζονται με τους ναζί, που προσπαθεί να είναι δίκαιος στις κρίσεις για τους νεότερους και να τους βοηθάει ακόμη και εκεί που θα μπορούσε να σιωπά, να οδηγείται σε ορισμένους συμβιβασμούς με τις Αρχές και να περιμένει το τέλος του Πολέμου. Η αφήγηση της κ. Γεωργιάδου πραγματεύεται ένα σύνθετο πλέγμα συνθηκών μέσα στις οποίες πορεύεται ο Καραθεοδωρή με τις αντιφάσεις του: Το 1915 υπογράφει την περίφημη διακήρυξη ότι ο γερμανικός πολιτισμός είναι συνώνυμος με τον μιλιταρισμό.

Δεν υπογράφει καμία διακήρυξη υπέρ των ναζί, αλλά και δεν κάνει απολύτως τίποτα για να υπερασπιστεί τους εβραϊκής καταγωγής συναδέλφους του που πρέπει να εγκαταλείψουν τα πανεπιστήμια μέσα σε λίγες εβδομάδες το 1933 – τηρώντας την ίδια παθητική στάση που τήρησαν άλλοι πολλοί γνωστοί Γερμανοί καθηγητές. Στη διάρκεια των συνεδριάσεων των δύο Ακαδημιών (της Πρωσικής και της Βαυαρικής), όταν οι φιλοναζί επιστήμονες κατηγόρησαν τον Αϊνστάιν ότι προωθούσε την εβραϊκή επιστήμη και, στη συνέχεια, τον διέγραψαν, ο Καραθεοδωρή, όπως και οι άλλοι παρόντες Γερμανοί επιστήμονες, δεν πήρε τον λόγο για να υπερασπιστεί τον Αϊνστάιν. Το 1935 το βαυαρικό υπουργείο Παιδείας τον διόρισε να εκπροσωπήσει τη Γερμανία στη Διεθνή Μαθηματική Ενωση, έναν διορισμό που αποδέχτηκε, χωρίς, όμως, να έχει καταγραφεί καμία φιλοναζιστική θέση του για να του δοθεί αυτό το αξίωμα. Δεν ήταν μία ασυνήθιστη συμπεριφορά ανάμεσα στους Γερμανούς καθηγητές, χωρίς, ωστόσο, να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι υπήρξαν και ελάχιστοι καθηγητές που αντιτάχτηκαν στους ναζί. Επιπλέον ο Καραθεοδωρή σε καμία από τις ιδιωτικές επιστολές του ή και τα δημόσια κείμενά του δεν είχε αναφερθεί στην κατοχή της Ελλάδας από τους ναζί, και δεν υπάρχει καμία αναφορά του για το Ολοκαύτωμα. Αυτά είναι συγκεκριμένα στοιχεία, και αποτελούν ορισμένες από τις παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να κατανοηθεί η συνολική πορεία του».

-Μέσα από αυτήν την κοινωνική ιστορία που μας παρουσιάζει η κ. Γεωργιάδου, υπάρχουν ποικίλες αναφορές για την παρουσία του και γα τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Ως προς αυτό, προκύπτουν νέες ερμηνείες;

«Νομίζω πως ναι. Ο Καραθεοδωρή είχε μια εξαιρετικά έντονη πολιτική εμπλοκή που ταυτίζεται με τις περιόδους διακυβέρνησης του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος τού είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτει δύο τεράστια εγχειρήματα. Το πρώτο είναι η δημιουργία του Ιωνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη, και το δεύτερο, η μεταρρύθμιση της Ανωτάτης Εκπαίδευσης το 1932. Με την κατάρρευση του μετώπου, το 1922, δεν καταρρέει μόνο το σχέδιο του Πανεπιστημίου στη Σμύρνη – οι προετοιμασίες του οποίου είχαν ήδη προχωρήσει με εντυπωσιακό τρόπο. Καταρρέει και η ιδεολογία του Καραθεοδωρή σχετικά με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, και της δυνατότητάς της να μεταλαμπαδεύσει τον πολιτισμό της στην Ανατολή.

"Η Σμύρνη και οι Επτά Εκκλησιές θα παραμείνουν ελληνικές μόνον ως ανάμνηση", έγραφε το 1926 στην αναφορά στον Henry Morgethau σχετικά με την αποτίμησή του για την κατάσταση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ως προς τη μεταρρύθμιση της Ανωτάτης Εκπαίδευσης το 1932, σε αυτόν ουσιαστικά οφείλουμε τη δομή ενός νόμου που εφαρμόστηκε για 50 χρόνια. Ομως, αρνούμενος να διοριστεί πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, που θα καταστρατηγούσε την παράδοση της εκλογής από τους καθηγητές, δέχτηκε να διοριστεί κυβερνητικός επίτροπος με ειδικό νόμο που ψηφίστηκε και αφορούσε τον διορισμό του. Στη θέση αυτή έμεινε για δύο χρόνια, μέχρι την παραίτησή του μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1932. Ο θεσμός αυτός, και τότε, κατηγορήθηκε από πολλούς καθηγητές ότι υπονόμευε την αυτονομία του Πανεπιστημίου. Χρειάζεται, επίσης, να σκεφτούμε πάνω στο γεγονός ότι ανάμεσα στους πολλούς μαθητές του Καραθεοδωρή που εργάστηκαν μαζί του για το διδακτορικό τους, δεν υπάρχει κανένας Ελληνας, ενώ υπάρχουν επιστήμονες από διάφορες εθνικότητες. Η αναμόρφωση των μαθηματικών σπουδών και η ανύψωση της έρευνας στα Μαθηματικά στην Ελλάδα στη διάρκεια των δύο θητειών που είχε ως καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν φαίνεται να ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητές του».

-Ορισμένοι αναφέρονται στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Αϊνστάιν, όπου ανακοινώνει στους δημοσιογράφους ότι από όλους τους δασκάλους του ξεχωρίζει τον Καραθεοδωρή, γιατί ήταν το άτομο από το οποίο αποκόμισε τα περισσότερα επιστημονικά οφέλη στη ζωή του. Είναι γεγονός αυτό;

«Είναι απολύτως ανυπόστατο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αυριανή", και έκτοτε το χρησιμοποιούν πολλοί όταν αναφέρονται στον Καραθεοδωρή. Προφανώς, δεν κατανοούν τη ζημιά που κάνουν. Σε επαφή που είχα με την υπεύθυνη του Αρχείου Αϊνστάιν, η κ. Βουλφ ξεκαθαρίζει ότι όχι μόνο δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη στο Αρχείο Αϊνστάιν, αλλά ούτε και σε καμία από τις πολλές βιογραφίες του υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε αυτό το υποτιθέμενο συμβάν. Ούτε βέβαια και η κ. Γεωργιάδου βρίσκει τίποτα που να αναφέρεται σε αυτό στην εκτεταμένη έρευνα που έχει κάνει. Επιπλέον, ο Αϊνστάιν δεν εκφραζόταν με τέτοιον τρόπο, και η υποτιθέμενη υπόμνηση του Αϊνστάιν είναι πολύ ξένη στο "στιλ" έκφρασης και συμπεριφοράς του.

-Συμπερασματικά τι θα είχατε να πείτε;

«Το βιβλίο μάς παρουσιάζει την περίπλοκη, δύσκολη, μοναχική και αντιφατική πορεία ενός από τους σημαντικότερους μαθηματικούς, σε μία ταραγμένη Ευρώπη και Ελλάδα. Μας αφηγείται τη ζωή ενός, τελικά, ηττημένου ανθρώπου. Ο Καραθεοδωρή ανήκε σε μια κοινωνική ομάδα που τη χαρακτήριζε η αριστοκρατία του πνεύματος και επιδίωκε μια κοινωνική ηγεμονία, χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες στη δημοκρατία. Αναρωτιέμαι αν τον ενδιέφερε η Ελλάδα ως τέτοια ή μονάχα η ιδέα του Ελληνισμού. Πολλοί είναι αυτοί που καλλιεργούν έναν μύθο γύρω από τον Καραθεοδωρή. Είναι ο μύθος του αμόλυντου πατριώτη που είναι αφοσιωμένος στην επιστήμη. Μόνο που τέτοιοι δεν υπάρχουν σε καμία στιγμή της Ιστορίας. Κανένα βιβλίο από μόνο του, όσο καλό και αν είναι, δεν μπορεί να αναιρέσει μύθους, αφού η δημιουργία και η συντήρησή τους έχουν βαθιές κοινωνικές και ιδεολογικές διαστάσεις. Σίγουρα, όμως, ένα καλό βιβλίο, όπως αυτό της κ. Γεωργιάδου, μπορεί να προσφέρει υλικό για την αποσαφήνιση των πραγματικών γεγονότων, ώστε να αποκαλυφθεί και η βαθύτερη αιτία αυτών των μύθων. Ο Καραθεοδωρή, όπως όλα τα δημόσια πρόσωπα, έχει μια δεύτερη ζωή μέσα από τη δημόσια εικόνα του. Η οποία, συχνά, μπορεί να είναι πιο επώδυνη από την πρώτη».

Σχολείο

Η βιογραφία ενάντια στην ιστορία

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ-ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΤΣΗ*

Η ανάδειξη επιστημόνων ως συμβολικών μορφών που ενισχύουν την υπερηφάνεια των επιστημονικών κοινοτήτων ή των εθνών ή ακόμη τοπικών κοινωνιών, από τις οποίες προέρχονται, δυσχεραίνει την κατανόηση της αξίας τους. Η ιστορία της επιστήμης χάνει το νόημά της όταν οι πρωταγωνιστές της φωτίζονται με στόχο τη συναισθηματική ή ιδεολογική τους εκμετάλλευση. Τα αποτελέσματα του ενδιαφέροντος πολλών Ελλήνων για την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή αποτελούν μια επιβεβαίωση αυτής της άποψης. Η ανάδειξή του σε εθνική προσωπικότητα, λόγω του γεγονότος ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων επιστημόνων που προέρχονται από τους κόλπους του Ελληνισμού, συνεπάγεται, σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων, ότι όλες οι παρουσιάσεις της ζωής και του έργου του θα πρέπει να εντάσσονται στο είδος της αγιογραφίας. Ετσι, αντί η πρώτη σοβαρή ανάλυση της βιογραφίας του μεγάλου Φαναριώτη μαθηματικού, που αποκαλύπτει εξαιρετικά ενδιαφέροντα κεφάλαια τόσο της πολιτικής ιστορίας όσο και της ιστορίας των μαθηματικών βάσει της επεξεργασίας ενός τεράστιου όγκου αρχειακών πηγών, να γίνει δεκτή με ενθουσιασμό ή πάντως με τον σεβασμό που εκδηλώνουν όσοι ασκούν σοβαρή επιστημονική κριτική σε μια συμβολή στην ιστορική γνώση, προκάλεσε από πολλές πλευρές αντιδράσεις που ισοδυναμούν με την προτροπή να σταματήσουμε να ψάχνουμε και να παρουσιάζουμε τις ιστορικές πηγές.

Η εξαιρετικά εκτενής και εμπεριστατωμένη βιογραφία του Καραθεοδωρή που συνέγραψε η Μαρία Γεωργιάδου, παρουσιάζει αντιφατικές πλευρές ενός γίγαντα της επιστήμης, ο οποίος έπρεπε σαν άνθρωπος να αντιμετωπίσει πολύπλοκες ιστορικές συνθήκες. Σε ορισμένα τμήματα της μελέτης αποδεικνύεται βάσει πηγών ότι δεν τα κατάφερε σε όλες τις περιπτώσεις με τον τρόπο που θα θέλαμε, προκειμένου να διατηρήσουμε αψεγάδιαστη την εικόνα του. Αυτό που κυρίως ενόχλησε είναι οι αναφορές, βάσει αδιάσειστων αρχειακών πηγών, που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο αναγκάστηκε να ελιχθεί προκειμένου να διατηρήσει την κοινωνική του υπόσταση στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, όπου παρέμενε ως ενεργός επιστήμονας καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η επανεξέταση των πηγών και του τρόπου συναγωγής συμπερασμάτων θα μπορούσε βεβαίως να αποτελέσει αποδεκτή βάση ενός διαλόγου με στόχο τη βελτίωση της γνώσης μας γύρω από τα γεγονότα. Δεν αποτελεί όμως λογική βάση συζήτησης η θέση ότι η αποκάλυψη της αντιφατικότητας ενός πραγματικού ανθρώπου και της προσωπικής του ζωής υποβιβάζει το έργο του και τη συμβολή του. Η βιογραφία μπορεί να εξηγεί πλευρές του έργου, οι σχετικές όμως αποκαλύψεις δεν μειώνουν την αξία των δημιουργημάτων. Η Ακαδημία Αθηνών με μια οξεία ανακοίνωσή της, που στρέφεται εναντίον της συγγραφέως, την οποία κατηγορεί για σπίλωση ενός μεγάλου Ελληνα, απέδειξε ότι δεν κατανοεί ότι η βιογραφία των επιστημόνων δεν ταυτίζεται με την ιστορία της επιστήμης. Δεν είναι λίγοι οι απαίσιοι άνθρωποι που παρήγαγαν επιστημονικό ή καλλιτεχνικό έργο που μόνο τον θαυμασμό μπορεί να προκαλεί. Ο Νεύτων και ο Γκάους, με τις γνωστές στους ιστορικούς εξαιρετικά αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα τους, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία των τεράτων. Μπορεί να μη θέλαμε να τους κάνουμε παρέα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να θαυμάζουμε τα αποτελέσματα της απαράμιλλης διάνοιας και του μόχθου τους.

Ο απολογισμός στον οποίο καταλήγει η Γεωργιάδου στην περίπτωση του Καραθεοδωρή, δεν τον τοποθετεί στην κατηγορία των τεράτων, αλλά στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετώπισαν με υποχωρήσεις και συμβιβασμούς διλήμματα και δραματικές πιέσεις. Αυτή η διαφοροποίηση από την αγιογραφική προσέγγιση ήταν αρκετή για την προσέλκυση πυρών. Η Ακαδημία Αθηνών με την επίθεση κατά της Γεωργιάδου απέδειξε στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δυνατότητα ιδεολογικής εκμετάλλευσης της βιογραφίας των επιστημόνων, παρά για την επιστήμη. Και κυρίως απέδειξε ότι φοβάται τουλάχιστον μία επιστήμη: την Ιστορία. Η ιστορική ανάλυση της Γεωργιάδου αποκαλύπτει πολλές από τις λεπτές πτυχές της σχέσης επιστήμης και ολοκληρωτικής εξουσίας στον 20ό αιώνα και υπ’ αυτή την έννοια η αξία της παρουσίασης των γεγονότων που βρίσκουμε στο βιβλίο της ξεπερνά κατά πολύ τόσο την περίπτωση του προσώπου όσο και την περίπτωση της Ελλάδας, με την οποία μόνο ένα μικρό μέρος της προσωπικότητας του βιογραφούμενου συνδέεται. Η Γερμανία, όπου έζησε μισόν αιώνα, αποτελεί πολύ πιο σημαντικό τόπο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Πολύ πιο σημαντική «πατρίδα» γι’ αυτόν ήταν όμως η διεθνής κοινότητα των μαθηματικών.

Το ερώτημα επομένως που θα έπρεπε να θέσουμε, δεν είναι εάν η βιογραφική έρευνα μας τον παραδίδει αλώβητο ή ως ιδανικό Ελληνα, η ζωή του οποίου είναι κατάλληλη για την τροφοδότηση της εθνικής μας υπερηφάνειας, αλλά ποιος ήταν ο ρόλος του στην ιστορία των Μαθηματικών. Ως προς αυτό το ζήτημα υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Η κρατούσα άποψη των ιστορικών, αλλά και το γεγονός ότι πολλά θεωρήματα ή προτάσεις για τη μέθοδο επίλυσης σημαντικών προβλημάτων φέρουν το όνομά του, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης της εξέχουσας θέσης του στην ιστορία των Μαθηματικών. Τα αναπάντητα ερωτήματα αφορούν περισσότερο τη σχέση του έργου του με επιστημονικά ρεύματα και τάσεις στην ιστορία των ιδεών του 20ού αιώνα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των προβλημάτων και στη διαμόρφωση του ύφους της κατασκευής των μαθηματικών αντικειμένων, καθώς και το ύφος και τις μεθόδους της απόδειξης θεωρημάτων. Ισως σε αυτή την κατεύθυνση να εντοπίζαμε ελλείψεις της εγγραφής της βιογραφίας του Καραθεοδωρή στην ευρύτερη ιστορία των Μαθηματικών. Για τον προσανατολισμό σε μια τέτοια ερευνητική κατεύθυνση ίσως αρκούσε η αποφυγή της ιδεολογικής εκμετάλλευσης της βιογραφίας ως μέσου κατάπνιξης της ιστορίας των Μαθηματικών, η οποία πάντως, σύμφωνα με ορισμένες σύγχρονες τάσεις, δεν μπορεί και να αποσυνδεθεί από την πολιτική και κοινωνική ιστορία των επιστημονικών ιδεών.

* Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σχολείο

Φυσικές επιστήμες και πολιτική στη ναζιστική Γερμανία

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ*

Το κείμενο που ακολουθεί σκιαγραφεί την επισφαλή θέση των φυσικών επιστημών στη ναζιστική Γερμανία, έτσι ώστε να διευκολύνει την κατανόηση του κλίματος στο οποίο έδρασε ο Καραθεοδωρή.

Το ιδεολογικό πλαίσιο άσκησης των επιστημών στη Γερμανία είχε διαμορφωθεί από τον 19ο αιώνα και είχε ως κεντρικό πυλώνα το βολικό ιδεολόγημα της ηθικής και πολιτικής ουδετερότητας της «καθαρής» επιστήμης. Οι καθηγητές πανεπιστημίου θεωρούσαν καθήκον τους να μην προβάλλουν καμία αντίρρηση σε ό,τι τους ζητούσε το γερμανικό κράτος, ανεξαρτήτως της πολιτικής που εφάρμοζε. Το ερευνητικό και διδακτικό τους έργο ήταν υπεράνω πολιτικών ιδεολογιών. Αυτή η απολιτική ιδεολογία έμελλε να αποβεί μοιραία μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, στα τέλη Ιανουαρίου του 1933. Οι άγριες διαθέσεις του νέου καθεστώτος έγιναν πολύ γρήγορα εμφανείς. Τον Απρίλιο του 1933 η ναζιστική κυβέρνηση προώθησε έναν νέο νόμο που στόχευε, κατ’ ευφημισμόν, στην «αποκατάσταση της δημόσιας διοίκησης».

Ο νόμος αυτός επέβαλε την εκδίωξη από τα γερμανικά πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα όλων των καθηγητών εβραϊκής καταγωγής ή αριστερών πολιτικών φρονημάτων. Υπολογίζεται ότι ανάμεσα στο 1933 και το 1940 το 20% των επιστημόνων (όλων των ειδικοτήτων) στα ανώτατα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας απολύθηκαν (ή οδηγήθηκαν σε παραίτηση) και εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες. Τα αποτελέσματα, για την ποιότητα της έρευνας στη Γερμανία, ήταν καταλυτικά. Ιδιαίτερα επλήγησαν η Θεωρητική Φυσική και τα Μαθηματικά. Σχεδόν το 50% των θεωρητικών φυσικών μετανάστευσαν σε άλλες χώρες. Οι επιπτώσεις για τα μαθηματικά ήταν ακόμη πιο δραματικές. Οταν το 1934 ο υπουργός Παιδείας Berhard Rust ρώτησε τον διάσημο μαθηματικό David Hilbert εάν η μαθηματική έρευνα στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Goettingen είχε υποστεί ζημιά εξαιτίας της απομάκρυνσης των Εβραίων μαθηματικών, ο Hilbert απάντησε: «Εχει υποστεί ζημιά; Δεν έχει υποστεί ζημιά, υπουργέ. Δεν υφίσταται πλέον!».

Οι επιστήμονες που παρέμειναν στη Γερμανία δεν ήταν κατ’ ανάγκην φιλικά διακείμενοι προς το ναζιστικό καθεστώς. Αντιθέτως, οι ιδεολογικοί σύμμαχοι και συνοδοιπόροι των ναζί ήταν μια μειονότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι νομπελίστες φυσικοί Philipp Lenard και Johannes Stark, οι οποίοι ήταν υποστηρικτές του Χίτλερ από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αντίστοιχα μικρός ήταν και ο αριθμός των επιστημόνων που εναντιώθηκαν δημόσια στους ναζί, με μεγάλο προσωπικό κόστος και με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Λαμπρό παράδειγμα αντιστασιακού αποτελεί ο νομπελίστας φυσικός Max von Laue. Η πλειονότητα των μελών της επιστημονικής κοινότητας, όμως, επέλεξε την γκρίζα ζώνη του συμβιβασμού και, εντέλει, της συμπόρευσης με το καθεστώς. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του ιστορικού Fritz Stern, «η γενική σιωπή (των Γερμανών πανεπιστημιακών) στο Τρίτο Ράιχ (απέναντι στις διώξεις των Εβραίων συναδέλφων τους) ήταν εκκωφαντική».

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποφυγή της δημόσιας εναντίωσης στις ναζιστικές διώξεις βασιζόταν σε μια «ρεαλιστική» αποτίμηση των συνεπειών που θα είχε. Η περίπτωση του Planck είναι χαρακτηριστική. Οταν του ζητήθηκε να συμμετάσχει σε μια δημόσια διαμαρτυρία για τις διώξεις των Εβραίων συναδέλφων του, η απάντησή του ήταν: «Εάν σήμερα τριάντα καθηγητές σηκωθούν και διαμαρτυρηθούν …τότε αύριο 150 θα έρθουν να δηλώσουν την αλληλεγγύη τους προς τον Χίτλερ διότι θέλουν τις θέσεις (που έχουν αδειάσει)». Η στάση του Planck ήταν ειλικρινής, διότι σε άλλες περιπτώσεις είχε δείξει έμπρακτα τη διάθεσή του να απαλύνει τη μοίρα των Εβραίων συναδέλφων του. Για παράδειγμα, εκμεταλλευόμενος τον θεσμικό του ρόλο ως προέδρου του σημαντικότερου ερευνητικού ιδρύματος της Γερμανίας (της Kaiser Wilhelm Gesellschaft), επιδίωξε να συναντηθεί με τον Χίτλερ για να διαμαρτυρηθεί για τις διώξεις των Εβραίων επιστημόνων και ιδιαίτερα του σημαντικού Γερμανού χημικού Fritz Haber. Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ήταν ότι «υπήρχαν Εβραίοι διαφόρων ειδών, κάποιοι χρήσιμοι και κάποιοι άχρηστοι για την ανθρωπότητα, και ότι θα έπρεπε να γίνουν διακρίσεις σ’ αυτά τα θέματα». Αν και η υπερασπιστική τακτική του Planck υποδήλωνε έναν λανθάνοντα αντισημιτισμό, η αντίδραση του Χίτλερ ήταν αφοπλιστική: Οι εθνικές μας πολιτικές δεν πρόκειται να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν, ακόμη και για τους επιστήμονες. Εάν η εκδίωξη των Εβραίων επιστημόνων συνεπάγεται τον αφανισμό της σύγχρονης γερμανικής επιστήμης, τότε θα πορευθούμε χωρίς την επιστήμη για λίγα χρόνια.

Η εκδίωξη των Εβραίων επιστημόνων δεν ήταν η μοναδική αρνητική επίδραση της ναζιστικής λαίλαπας στις επιστήμες. Επιπρόσθετα, έγινε μια συστηματική προσπάθεια από ναζί φυσικούς, οι οποίοι ταύτιζαν τη «γερμανική Φυσική» με την κλασική πειραματική φυσική, να δυσφημίσουν τη θεωρία τη σχετικότητας και την κβαντομηχανική ως εκφάνσεις του «εβραϊκού πνεύματος». Ενα παρ’ ολίγον θύμα αυτής της ναζιστικής εκστρατείας ήταν και ο Werner Heisenberg. Από το 1936 έως το 1938 η πολεμική που αντιμετώπισε από τους ναζί φυσικούς λίγο έλειψε να τον οδηγήσει εκτός Γερμανίας. Τα προβλήματά του λύθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ηγέτη των SS Heinrich Himmler, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι η απώλεια ενός νέου επιστήμονα του βεληνεκούς του Heisenberg θα ήταν μεγάλο πλήγμα για τη Γερμανία. Η μετέπειτα πορεία του Heisenberg είναι χαρακτηριστική ενός μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας. Αν και δεν ήταν ναζί, σταδιακά συντάχτηκε με το ναζιστικό καθεστώς και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τέθηκε επικεφαλής του γερμανικού πυρηνικού προγράμματος, στο οποίο έπαιξε έναν αμφιλεγόμενο ρόλο.

Αποτελεί κοινή πεποίθηση των ιστορικών της επιστήμης ότι οφείλουν να αποφεύγουν την αποτίμηση της ορθότητας των πεποιθήσεων και των πράξεων των επιστημόνων του παρελθόντος. Το ζητούμενο, σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι η κατανόηση και όχι η αξιολογική αποτίμηση του παρελθόντος. Στην ιστορική μελέτη των επιστημών κατά τη διάρκεια του Γ’ Ράιχ είναι, νομίζω, αδύνατον να υιοθετήσει κανείς αυτή την αξιολογικά ουδέτερη ιστοριογραφική στάση. Ακόμη και η πλέον ουδέτερη περιγραφή των πεποιθήσεων και των πολιτικών επιλογών των Γερμανών επιστημόνων φέρει ένα βαρύ αξιολογικό φορτίο. Σε κάθε περίπτωση, η εμφανής διαπλοκή επιστήμης και πολιτικής στη ναζιστική Γερμανία αναδεικνύει τις αναπόδραστες ηθικές και πολιτικές ευθύνες των επιστημόνων για τα προϊόντα της δραστηριότητάς τους.

* Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Mail Antreas P. Hatzipolakis