Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Józef Berinda, Φωτογράφος Χανίων

Στη βιογραφία του Berinda o Άλκης Ξανθάκης γράφει όιι ήταν Ιταλικής καταγωγής (1)

Δεν ήταν Ιταλός, αλλά Πολωνός, όπως γράφει η Edyta Wieczorek (με το ψευδώνυμο fodele) σ' ένα πολωνικό φόρουμ (2)

Στην Πολωνική εφημερίδα Gazeta Narodowa (1876)


αναφέρεται η έκδοση του φωτογραφικού λευκώματος Berinda με Κρητικές φωτογραφίες (3)

Μ'εξελληνισμένο το όνομά του, ΙΩΣΗΦ ΜΠΕΡΙΝΔΑΣ, τον βρίσκουμε σε μια διαφημιστική καταχώρισή του (πράκτορας της ναυτιλιακής εταiρείας του Αυστριακού Λόυδ στο Ηράκλειο) (4)

Σημειώσεις:
1. 'Αλκης Ξανθάκης, Ιστορία της Ελληνικής ΦΔωτοηραφίας 1839- 1970. Αθήνα, Πάπυρος 2008, σελ. 95
2. ΕΔΩ .
3. ΕΔΩ .
4. Γ. Σ. Μαρκόπουλου, Κρητικόν Ημερολόγιον του έτους 1897, Εν Αθήναις 1896.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Ο Josef Berinda γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1841 στο Petrikau της κεντρικής Πολωνίας η οποία τότε ανήκε στην ευρύτερη Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Πατέρας του ήταν ο Andreas Berinda, διαχειριστής της κτηματικής περιουσίας του πρίγκιπα Lubomirsky της Γαλικίας. Ο Josef Berinda μετανάστευσε στη Ιταλία και από εκεί γύρω στα 1868 βρέθηκε στην Κρήτη. Άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στα Χανιά με τον φίλο του ιταλό φωτογράφο Battista Anselmi από το San Remo, σε ατελιέ το οποίο βρισκόταν κοντά στο πρώην δημαρχείο της πόλης στο Ενετικό λιμάνι. Ο Berinda είχε σπουδάσει μηχανικός και έτσι ανέλαβε ύστερα από εντολή του κυβερνήτη της πόλης Reouf Pascha τη δημιουργία χάρτη της πόλης των Χανίων και τη χάραξη του νέου δρόμου που θα ένωνε τα Χανιά με το λιμάνι της Σούδας.
Από το 1870 αναλαμβάνει γραμματέας στο Αυστροουγγρικό Προξενείο στα Χανιά όπου πρόξενο ήταν ο Ferdinand Micksche, την κόρη του οποίου Laura παντρεύτηκε στις 22/6/1891 και με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Ferdinand και τον Ladislaus. Η προσφορά του στη θέση αυτή εκτιμήθηκε πολύ και έτσι του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός Αξίας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897 με το κύρος της θέσης του βοήθησε να σωθούν πολλές ελληνικές ζωές.
Η πολιτική αστάθεια της εποχής τον έσπρωξε να αναπτύξει και εμπορικές δραστηριότητες ως εκπρόσωπος εταιρειών, εισάγοντας μηχανήματα και οικοδομικά υλικά από την Αγγλία και την Αυστρία. Επίσης διατηρούσε στολίσκο από βάρκες για την φορτοεκφόρτωση πλοίων στα λιμάνια Ηρακλείου και Χανίων.
Το 1891 έγινε Επίτιμος Υποπρόξενος στο Ηράκλειο καθώς και πράκτορας του Αυστριακού Lloyd Triestino και επικεφαλής του αυστριακού ταχυδρομικού γραφείου από το οποίο διεκπεραιώνονταν το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής αλληλογραφίας του νησιού.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δραστηριοτήτων δεν παραμέλησε το φωτογραφικό του έργο. Το 1873 πήρε μέρος στη Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης μα σειρά φωτογραφιών και σχεδίων και βραβεύτηκε με μετάλλιο. Φωτογράφισε κυρίως τοπία της Κρήτης, ιστορικά γεγονότα της περιόδου και πορτρέτα στο στούντιο. Εξέδωσε επίσης χρωμολιθόγραφα επιστολικά δελτάρια από απόψεις του νησιού που ο ίδιος φωτογράφιζε.
Πέθανε στο Ηράκλειο στις 12 Ιουνίου 1904 εντελώς ξαφνικά σε ηλικία 63 ετών, από καρδιακή προσβολή. Η ταφή του έγινε στο Καθολικό Κοιμητήριο Ηρακλείου με μεγάλη συμμετοχή του προξενικού σώματος και απλού κόσμου.
Το ατελιέ του καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου και μαζί του καταστράφηκε και το μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφικής του παραγωγής.
Νίκη Μαρκασιώτη από την επανέκδοση του λευκώματος του Berinda

Mail Antreas P. Hatzipolakis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.