Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία του αντιπροέδρου της "Ένωσης των Απανταχού Σφακιανών" Γιάννη Πολυράκη, που δόθηκε στα γραφεία της ΄Ενωσης στις 23-10-2013, στα πλαίσια της τριλογίας αφιερωμένης στα εκατό χρόνια από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το πρώτο τμήμα με τίτλο «ένας άγνωστος ήρωας» ήταν αφιέρωμένο στο Χαρισοξηρούχη γαι να τιμήσει τον ήρωα, αλλά και το πλήθος των ανώνυμων αγωνιστών που κράτησαν τους αγώνες και επωμίστηκαν τις μεγάλες θυσίες και τους αναλογεί η μεγαλύτερη μερίδα της λευτεριάς που κέρδισε η Κρήτη. Παραθέτουμε την ομιλία:
Ο ΧΑΡΙΣΟΞΗΡΟΥΧΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ.
Η σημερινή εκδήλωση εντάσσεται στις δραστηριότητες της "Ένωσης των Απανταχού Σφακιανών" για το 100 χρόνια της Ενωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Θα παρουσιάσουμε τη ζωή ενός φημισμένου αγωνιστή της εποχής εκείνης, ενός απο τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν και συνέβαλαν στην ελευθερία της Κρήτης, του Χαρισοξηρούχη. Με οδηγό την παράδοση και το θρύλο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τη ζωή και τη δράση αυτού του μεγάλου και φημισμένου αγωνιστή. Η παράδοση τον παρουσιάζει σαν ατρόμητο και με υπρφυσικές δυνάμεις πολεμιστή που σκότωσε ακόμη και θεριό.
Δυστυχώς η ιστορία συχνά εστιάζει μόνο σε άτομα που μονοπωλούν τα φώτα δημοσιότητας και αγνοεί σημαντικούς ανθρώπους όπως τον ήρωα που τιμούμε σήμερο.
Το πραγματικό του όνομα είναι Ξενοφών Χαρίσος (ίσως Χαρισάκης). Το Ξενοφών στα Σφακιά το έλεγαν τότε Ξηρούχης και απο αυτό προέρχεται και το επίθετο Ξηρουχάκης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άϊ- Γιάννη των Σφακιών, υποθέτω στα 1840-45 σε ένα χωριό 800 μέτρα ύψόμετρο στη δυτικές πλαγιές των Λευκών Ορέων με ξεχωριστούς κατοίκους, μοναδικούς στα ριζίτικα και φημισμένους για τη σωματική τους ρώμη και κορμοστασιά.
Θαυμάστε τον Χαρισοξηρούχη, στη φωτογραφία που παραθέτουμε, παράστημα και λεβεντιά, υποθέτω γύρω στα 55 του, με τ’ αρματά του, λιτά και φοβερά στολίδια του επαναστάτη.
Την εποχή που μεγάλωνα στα Σφακιά, ο θρύλος του Χαρίσου ήταν πολύ έντονος χωρίς να γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τη δράση του. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος αυτός βρέθηκε και πολέμησε στο ατμόπλοιο ΑΡΚΑΔΙ κατά τη τελευταία ναυμαχία που έδωσε μεταξύ Αγίας Ρουμέλες και Παλαιόχωρας που κατέληξε στη καταστροφή και αιχμαλωσία του φημισμένου πλοίου.
Πρωταρχικό ρόλο στην επανάσταση του 1866 έπαιξε ο ανεφοδιασμός και η βοήθεια στον αγώνα της Κρήτης που έγινε απο την ελεύθερη Ελλάδα.
Η Κεντρική Επιτροπή της Αθήνας με τη βοήθεια της «Ελληνικής Ατμοπλοΐας» Σύρου ανέλαβε τον ανεφοδιασμό της Κρήτης με τα ατμόπλοια ΑΚΑΔΙ, ΚΡΗΤΗ και ΕΝΩΣΙΣ. Το ατμόπλοιο ΑΡΚΑΔΙ είναι ένα ιστορικό για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για τη Κρήτη τροχήλατο πλοίο. Ήταν ελαφρύ καταδρομικό που αγοράστηκε με χρήματα των Ελλήνων ευεργετών για τις ανάγκες της Κρητικής Επανάστασης στις αρχές του 1867. Το ονομά του οφείλεται στο θρύλο της θυσίας των αγωνιστών της Μονής του Αρκαδίου που συνέβη λίγους μήνες πρίν. Παρά το σκληρό αποκλεισμό της Κρήτης από το Τουρκικό ναυτικό και τις απειλές της Τουρκίας πρός την Ελληνική κυβέρνηση με πόλεμο, το ΑΡΚΑΔΙ, κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του των 8-9 μηνών, πραγματοποίησε 23 ταξίδια (Ιστορία Β. Ψιλλάκη) και έγινε θρυλικό για τα κατορθώματά του ώστε απέκτησε τη φήμη του "άτρωτου" και πήρε το όνομα «Σεϊτάν βαπόρ» από τους Τούρκους. Χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά πυρομαχικών, εφοδίων, εθελοντών, αλλά και για τη μεταφορά προσφύγων.
Θα επικεντρωθούμε στη τελευταία ναυμαχία του πλοίου που κατέληξε στη καταστροφή και τη ρυμούλκισή του στη Κωνσταντινούπολη, πρώτα όπως περίπου μπορει να τη βρει κάποιος ανατρέχοντας στις standard ιστορικές πηγές και ύστερα όπως τη περιγράφει ένα σπάνιο, ανέκδοτο τοπικό τραγούδι, το «Τραγούδι του Χαρίσου».
Στις 4 Αυγούστου 1867 το ΑΡΚΑΔΙ με με πλοίαρχο τον Κουρεντή, ξεκίνησε από τον Πειραιά. Αγκυροβόλησε βράδυ (μετά απο δυό μερες περίπου) στον όρμο της Αγία Ρούμελης των Σφακιών.
Ενώ εξεφόρτωνε πυρομαχικά εντοπίστηκε από το Τουρκικό πολεμικό πλοίο ΙΤΖΕΔΙΝ και το ΑΡΚΑΔΙ για να ξεφύγει ανοίχτηκε βαθιά στο πέλαγος, και ολόκληρη την επόμενη μέρα την πέρασε κρυμμένο πίσω από το νησί της Γαύδου.
Το βράδυ επέστρεψε στον όρμο της Αγίας Ρούμελης και άρχισε πάλι να ξεφορτώνει. Ξαφνικά φάνηκε πάλι το ΙΤΖΕΔΙΝ, που οι ναυτικοί μας το έλεγαν και «ξεκατινιάρη», απο μια ιδιομορφία που είχε όταν αρμένιζε που το έκανε ξεχωριστό. Μόλις αντιλήφθηκε το ΑΡΚΑΔΙ έδωσε σήμα σε δυο τουρκικές φρεγάτες που ήταν αγκυροβολημένες κοντά και αμέσως άρχισαν την επίθεση. Το ΑΡΚΑΔΙ κανονιοβολούμενο και κανονιοβολώντας απέφυγε τις δύο φρεγάτες και χωρίς καμία ζημιά εξακολούθησε να προχωρά προς τα δυτικά, δηλαδή πρός τη Παλιόχωρα. Τότε ένα βόλι έπληξε και κατέστρεψε τον δεξιό τροχό του ΑΡΚΑΔΙΟΥ. Η ταχύτητα του πλοίου μειώθηκε σημαντικά, και το ΑΡΚΑΔΙ διέτρεχε τον κίνδυνο να συντριβεί από την πλώρη του ΙΤΖΕΔΙΝ, που ήδη το είχε πλησιάσει πολύ. Τα πλευρά των δυο πλοίων είχαν κολλήσει μεταξύ τους και τα πληρώματα πολεμούσαν με τα όπλα στα χέρια. Τότε 50 άτομα απο τους εθελοντές που μετέφερε το πλοίο μπήκαν στις βάρκες για να σωθούν, αυτές όμως αναποδογύρισαν και περίπου 50 άτομα πνίγηκαν. Όταν τα πλοία ξεκόλλησαν το ΑΡΚΑΔΙ είχε πάθει μεγάλες ζημιές. Βλέποντας, λοιπόν, ο Κουρεντής τη θέση στην οποία βρισκότανε αυτοί και το πλοίο, έριξε το πλοίο στη ξηρά, στην αμμώδη ακτή της Παλιόχωρας, όπου και προσάραξε. Το πλήρωμα πήδηξε στην ξηρά και από το αμπάρι του πλοίου βγήκαν οι άμαχοι (γυναικόπαιδα) που είχαν επιβιβαστεί στην Αγία Ρούμελη. Κατά την αποβίβαση το πλήρωμα (ή μερικοί Κρητικοί απο τη στεριά που παρακολουθούσαν τη ναυμαχία) έβαλαν φωτιά στο πλοίο, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η φωτιά του προξένησε σημαντικές ζημιές, αλλά δεν κάηκε εντελώς. Οι Τούρκοι, αφού ρυμούλκησαν ότι είχε μείνει από το ΑΡΚΑΔΙ, το μετέφεραν στο Κεράτιο κόλπο στη Κωνσταντινούπολη, ως τρόπαιο της νίκης τους, αλλά κυρίως σαν πειστήριο της εμπλοκής και της βοήθειας που παρείχε η Ελληνική κυβέρνηση στη Κρητική επανάσταση.
Ακούστε τώρα πως περιγράφει τη ναυμαχία αυτή το ανέκδοτο τργούδι που είναι γνωστό ως το Τραγούδι του Χαρίσου. Το τραγούδι αυτό ήταν κτήμα ολίγων. Το άκουσα απο τον Πατέρα μου Ανδρέα και το Θείο μου Θοδωρή, βαθείς γνώστες της παράδoσης και της ιστορίας του τόπου μας και νοερά αφιερώνω στη μνήμη τους τη συμβολή του τραγουδιoύ στη αποψινή εκδήλωση.
Το έτος 67.......
απ’ τον Περαία ξεκινά το παινεμένο "Αρκάδι".
Μά 'ταν η μέρα Κυριακή κι ήταν κακή η ώρα,
τη μέρα που ξεκίνησε να κατεβεί στη χώρα.
Kαι ζώνουν το στο πέλαγος τα Τούρκικα καράβια,
μα δεν επαραδίνουν τo γιατ’ έχει παλληκάρια.
Μεσά ‘τανε τρεις Σφακιανοί που χάρο δε φοβούνται,
κι όσοι και α(ν) τζοι γνωρίσανε πάντα θα τσοι θυμούνται.
Είν' ο Χριστοδουλόρουσιος κι ο ξακουστός Χαρίσος,
όπου δεν άφηνε δουλειά να του πομείνει πίσω.
Σημείωση:
Ο Χριστοδουλόρουσιος είναι ο Ρούσιος Χριστοδουλάκης (1840-1895), μέλος σημαντικής οικογένεις απο το Ασκύφου, αρχηγός του ανατολικού διαμερίσματος των Σφακιών στην επανάσταση του 1877. Εκλέχτηκε βουλευτής της επαρχίας Σφακίων. Εξορίστηκε απο τους Τούρκους στη Ρόδο για τη πατριωτική του δραστηριότητα. Δολοφονήθηκε απο ομάδα Οθωμανών στον Αλικιανό το 1895.
Και συνεχίζει το τραγούδι:
Ο τρίτος ήτανε Τζαρδής, γροικά Μαρκομανώλης,
που έλεγε του Σουρμελή: Δεν πάμε εμεις στη Πόλη.
Ο Τζαρδής ήτανε φημισμένος πλοηγός. Ο Σουρμελής (ο πιό γνωστός καπετάνιος των πλοίων που είχαν αναλάβει τον εφοδιασμό του Κρητικού αγώνα) στα Απομνημονευματά του απονέμει μεγάλο έπαινο στους ναυτικούς οδηγούς. Γράφει: « και είναι τόσο πολύ γνώστες της κρητικής παραλίας που είναι αρκετό ακόμη και στο βαθύ σκοτάδι να παρατηρήσουν ένα μικρό τμήμα της ξηράς για να μας οδηγήσουν σε οποιοδήποτε λιμανάκι εθέλαμε με αλάνθαστη βεβαιότητα.» Ανώτερος όλων ήταν ο Εμμανουήλ Τζαρδής, του οποίου η ικανότητα και η γνώση των κρητικών παραλίων, σπιθαμή προς σπιθαμή, ήταν εφάμιλλος της σπανιώτατης και ψυχραίμου γενναιότητάς του (Ιστορία Β. Ψιλλάκη).
Για το Χαρίσο λέει το τραγούδι:
Στέκει ο Χαρίσος πολεμά στο μεσιακό κατάρτι,
κι απ’ τον καπνό του μπαρουτιού μαυρίζει σαν αράπης.
Αλάχι εφωνάζανε κι ελέγανε οι Τούρκοι,
θαρρώ πως είναι τουτοσές ο Χαρισοξηρούχης.
Το εδάφιο αυτό δείχνει ότι κάποια στιγμή τα πλοία είχαν πλησιάσει πολύ και η ναυμαχία εξελίχτηκε σε πόλεμο με τα όπλα όπως στη στεριά. Επίσης δείχνει το τρόμο που προξενεί ο Χαρίσος μόνο με την εμφάνισή του.
Κι ο Σουρμελής των έλεγε: Παιδιά μου, θα χαθούμε,
λευκή σημαία υψώσετε για να παραδοθούμε.
Εδώ ο λαϊκός ποιητής είναι σίγουρο ότι συγχέει το πλοίαρχο του Κουρεντή, που τότε βρισκόταν στο ΑΡΚΑΔΙ, με τον πλέον γνωστό από τους πλοιάρχους, τον Σουρμελή. Σημειώνουμε επίσης ότι στα πλοία αυτά του ανεφοδιασμού της Κρήτης οι καπετάνιοι εναλλάσσονταν και έτσι δικαιολογείται η σύγχυση. Στο τραγούδι φαίνεται ότι ο πλοίαρχος όταν είδε ότι δεν είχε ελπίδες να ξεφύγει και ότι το πλοίο εκινδύνευε να βυθιστεί σκέφτηκε να παραδοθεί για να γλυτώσει (τουλάχιστο προσωρινά) το πλήρωμα και τους άμαχους που μετέφερε.
Και συνεχίζει το τραγούδι:
Μα ο Χαρίσος τού ‘λεγε: Σώπα για θα σε σφάξω,
κι εκειά στο ρέμα του γυαλού μέσα θα σε πετάξω.
Kι άφησ' με να πολεμώ, ως είμαι μαθημένος,
μα ζωντανός δεν πιάνομαι, γιατ’ είμαι ορκισμένος.
Εδώ ο λαϊκός τραγουδιστής εξυμνεί το πείσμα και τη παλληκαριά του Χαρίσου και τον εμφανίζει ως ορκισμένο επαναστάτη.
Παρενθετικά αναφέρω ότι αργότερα ο Χαρίσος αφηγούμενος τη ναυμαχία έλεγε στους χωριανούς του: «Το μόνο πράγμα που φοβήθηκα ήταν μην πέσει καμμιά βόμβα στα πυρομαχικά που είχαμε στ’ αμπάρι και τιναχτούμε στον αέρα».
Και συνεχίζει το τραγούδι:
Ήταν η μέρα Σάββατο στο τέλος τση βδομάδας,
που φάνη απ’ τα Εννιά Χωριά μια Ρώσσικη μπουρμπάδα
και φέρνει το παράγγελμα, διαταγή του Τσάρου,
ν’ αφήσουνε το πλήρωμα και το καράβι ας πάρουν.
Εδώ υπάρχει μια δεύτερη εκδοχή για το τέλος της ναυμαχίας, ότι ένα Ρώσικο πολεμικό επενέβη τη τελευταία στιγμή και έσωσε το πλήρωμα και τα γυναικόπαιδα που είχε παραλάβει το ΑΡΚΑΔΙ απο την Αγία Ρουμέλη. Ας μην ξεχνούμε ότι αυτη την εποχή οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλία, Ρωσία) επόπτευαν την περιοχή και φυσικά προς χάριν των συμφερόντων τους ασκούσαν διαιτησία. Πρoσωπικά θεωρώ την εκδοχή του τραγουδιού ότι ένα Ρωσικό πολεμικό επενέβη τη τελευταία στιγμή και έσωσε το πλήρωμα πλέον φυσιολογική απο εκείνη της προσάραξης.
Διαφορετικά, φαίνεται πολύ δύσκολο πως το ΑΡΚΑΔΙ με τόσο σοβαρές ζημιές και καταδιωκόμενο απο τρία πολεμικά πλοία μπόρεσε να ξεφύγει και μάλιστα κατόρθωσε να διαλέξει για προσάραξη μια τόσο βολική και αμμώδη παραλία δεδομένου ότι όλες οι ακτές από Αγία Ρουμέλη ως τη Παλαιόχωρα είναι πολύ απόκρημνες, βραχώδεις και ακατάλληλες να αράξει πλοίο και να αποβιβάσει το πληρωμά του (εκτός αυτής). Αλλά ακόμη και στη περίπτωση της προσάραξης, αυτή υποθέτω ότι θα έγινε σε βάθος θάλασσας πάνω απο δύο μετρα και είναι δύσκολο να σκεφτούμε πως κατάφερε να αποβιβάσει πλήρωμα και γυναικόπαιδα με σχετικά μικρές απώλειες και μάλιστα υπό τη πίεση τριών Τούρκικών πολεμικών πλοίων! Ας σημειώσουμε ότι τουλάχιστον απο τον άμαχο πληθυσμό ελάχιστοι θα εγνώριζαν κολύμπι.
Ως πλέον φυσιολογικό φαίνεται η προσάραξη και η αποβίβαση να έγινε υπό τη προστασία Ρώσικου πολεμικού πλοίου, και το άγνωστο τραγούδι του Χαρίσου δίδει την πλέον αληθοφανή και αληθινή εικόνα για το τέλος της ναυμαχίας.
Μετά από τη ναυμαχία αυτή δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τον Χαρίσο. Μετά το τέλος της μεγάλης επανάστασης του 1866-69, φαίνεται ότι ο Χαρίσος, ακολουθώντας τη μοίρα πολλών Σφακιανών, εγκατέλειψε το κατεστραμένο χωριό του τον Αϊ Γιάννη. Ίσως το πατρικό του σπίτι να ήταν κατεστραμμένο, και άραγε πόσοι απο τους γονείς, αδέλφια και φίλους θα ήσαν ζωντανοί;
Ας θυμηθούμε το αντίστοιχο απόσπασμα του Β. Ψιλλάκη, που περιγράφει την καταστροφή της επαρχίας των Σφακιών το καλοκαίρι του 1867 απο τον Ομέρ ως εξής: «Μετά από αυτήν δεν υπάρχει πλέον στα Σφακιά κατάλυμα (σπίτι) ή ναός, φυτεία ή κτήνος ή πρόβατο. Δεν λαλεί πετεινός. Παντού στάκτη και φρικτή ερημία.»
Ο Xαρίσος φαίνεται ότι γύρω στα 1870 άφησε τα Σφακιά και αναζήτησε νέο τόπο διαμονής στην περιοχή της σημερινής επαρχίας του Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Το 1885 απέκτησε το μοναδικό του γιό, τον Γιάννη.
Ως ορκισμένος επαναστάτης υποθέτω ότι έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1877, όπου ο Χριστοδουλόρουσιος, συμπολεμιστής του στο ΑΡΚΑΔΙ, ήταν αρχηγός του ανατολικού διαμερίσματος των Σφακιών. Επίσης έλαβε μέρος και στην επανάσταση του 1889. Μετά απο αυτή την επανάσταση κυνηγημένος από τους Τούρκους ακολουθώντας τη μοίρα πολλών επαναστατών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πάλι τον τόπο του και έφυγε στην Αθήνα.
Εκεί συνέδεσε τ’ όνομά του με το θρυλικό κατόρθωμα που «σκότωσε το θεριό» στο Μαραθώνα.
Αν και αυτός ο άθλος δεν είναι μεγαλύτερος από τα ηρωϊκά κατορθώματα του μεγάλου πολεμιστή που πέρασε όλη τη ζωή του στην επανάσταση (μόλις που πρόλαβε και έκανε ένα παιδί, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σε ηλικία 5-6 χρονών) είχε τρομακτική απήχηση και του έδωσε περισσότερη φήμη απ’ ότι η συμμετοχή του στις επαναστάσεις.
Θα σας πω αυτη τη ιστορία, που είναι αληθινή, όπως την άκουγα μικρός απο τον Πατέρα μου, σαν ένα απο τα παραμύθια για θεριά δράκους και ηρωϊκούς πολεμιστές.
« Οταν ήτανε ο Χαρίσος στη Αθήνα βρέθηκε με παρέα και πίνανε ένα βράδυ σ’ενα καφενείο κάπου στη Κηφισιά. Κάποια στιγμή ένας στο καφενείο άνοιξε τη κουβέντα ότι φάνηκε πάλι το θεριό στο Μαραθώνα που τρώει τα πρόβατα και τρομοκρατεί τους κατοίκους.
- Και γιάντα δε πάτε να το σκοτώσετε; του λέει ο Χαρίσος.
Και ο τρομοκρατημένος κάτοικος απάντησε ότι είναι πολύ επικίνδυνο και οτι το φοβούνται και πάνω στη συζήτηση κάποιος απευθύνεται στο Χαρίσο και του λέει:
- Και γιάντα δεν πάεις να το σκοτώσεις εσύ;
Και ο επαναστάτης Χαρίσος του αποκρίνεται αμέσως:
- Ε! αύριο κιόλας θα πάω να το σκοτώσω!
Όταν έφυγε και πήγε στο σπίτι του άρχισε την ετοιμασία, εγέμισε το ντουφέκι του (εμπροσθογεμές) με μπόλικο μπαρούτι, έβαλε μέσα βόλια και μπρόκες. Το πρωϊ που ξύπνησε σκέφτηκε τι παράτολμο έργο ανέλαβε και ότι το βράδυ που πήρε τη γενναία απόφαση ήτανε και πιωμένος, αλλά είχε δώσει το λόγο του και δεν μπορούσε να τον αρνηθεί. «Οι άντρες φαίνονται απο το λόγο τους» Η διήγηση λέει ότι όταν πήγε στο Μαραθώνα οι κάτοικοι του υπέδειξαν το μέρος που ήτανε το θεριό. Όλο το χωριό ήταν μεζεμένο και παρακολουθούσαν από απόσταση τον Χαρίσο που κατευθυνότανε σε μια πυκνή συστάδα δένδρων και θάμνων για να σκοτώσει το θεριό. Όταν πλησίασε αρκετά άκουσε το σούρσυμό του και ένα τεράστιο και χοντρό φίδι ξεπρόβαλε από τα δένδρα και κατευθυνότανε εναντίον του. Ο Χαρίσος οχυρώθηκε σ’ ένα μεγάλο βράχο και περίμενε το θεριό . Όταν πλησίασε αρκετά με ανοιχτο το στόμα, του άδειασε το ντουφέκι. Το θεριό έπεσε και σπαρταρούσε από τη μια μεριά του βράχου και ο Χαρίσος από την οπισθοδρόμηση του ντουφεκιού έπεσε απο την άλλη. Τότε οι κάτοικοι έτρεξαν να τον γλυτώσουν, γιατί όπως σπαρταρούσε το θεριό τον χτυπούσε με την ουρά του.
Το κατόρθωμα αυτό πήρε τις επόμενες μέρες θρυλικές διαστάσεις στην Αθήνα με αποτέλεσμα να τον καλέσει ο Βασιλιάς (Ο Γεώργιος ο Α’) στο παλάτι.
Ο Βασιλιάς ρώτησε τον Χαρίσο τι χάρη θέλει να του κάνει και αυτός του απάντησε:
- Να βαστώ τ' άρματά μου όπου και να πάω.
Αυτή είναι η ιστορία του Χαρίσου που σκότωσε το θεριό. Αυτός είναι ο Χαρισοξηρούχης. Αυτοί είναι οι πολεμιστές που μας χάρισαν την ελευθερία.
Αντίθετα με το πρόσφατο παρελθόν που στη χώρα μας κυριάρχησε το πάθος για χρήμα και την εύκολη δόξα και μας οδήγησαν σε αυτή τη δεινή θέση που βρισκόμαστε.
Σήμερα ποιός θα σκοτώσει το Θεριό;
Γιάννης Α. Πολυράκης.
ΣΧΟΛΙΑ (Αντρέας Π. Χατζηπολάκης):
1. Το Τραγούδι είναι αθησαύριστο και πολύ σημαντικό για τις ιστορικές πληροφορίες που αναφέρει, για την ύπαρξη δηλαδή του Ρώσικου πλοίου, που δεν μαρτυρείται από άλλες πηγές.
Ο πρώτος στίχος, που είναι ελλιπής ( Το έτος 67.......) μάλλον θα ήταν:
Το έτος εξήντα εφτά, μια Κυριακή το βράδυ
και έτσι θα είχε ρίμα με τον δεύτερο:
απ’ τον Περαία ξεκινά το παινεμένο "Αρκάδι".
2. Όσον αφορά την παράδοση με το θεριό, είναι ευρέως γνωστή στα Σφακιά, και όντας προφορική, διαφέρει στις λεπτομέρειες. Την έχω καταγράψει από τον πατέρα μου στην Ανώπολη το 1988(*). Παρόμοιες παραδόσεις δρακοντοκτονίας (μοτίβο: σκότωμα δράκου (θεριού, φιδιού) που εμποδίζει την υδροληψία) έχομε διάφορες στην Ελληνική Λαογραφία και ειδικά στην Κρητική έχομε τη δρακοντοκτονία του Θεριού της Ζόμιθου από τον Ανωγειανό Μανουρά [δες ΕΔΩ].
(*) Ο ΧΑΡΙΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. Πληροφορητής: Παύλος Π. Χατζηπολάκης (Ανώπολη, 1988). Απομαγνητοφωνημένο κείμενο.
Ο Χαρίσος. Στην Αθήνα ηλέγανε πως ήτονε ένα θεριό και δεν ευρίχνουντονε άθρωπος να το σκοτώσει κι αυτός είπε αποσπέρας ότι "εγώ θα πάω το πρωί να το σκοτώσω".
Και το πρωί πραματικώς επήγε. Το πρωί το μετάγνωσε αυτός, αλλά εντρέπουντονε και να γυρίσει πίσω. Κι εσιάξανε ένα δρουμπούνι, του βάλανε καρφιά μέσα κι επήγε εκεί στο μέρος που ήτονε το θεριό.
Ότινα 'χα πάει άθρωπος εκειά, τον έτρωε. Λοιπός, επήε αυτός κι επερίμενε κι έπειτα, λέει, το θεριό επήγαινε προς τα πάνω ντου. Και του τσαχτίζει, να πούμε, το δρουμπούνι και τα πήρε στη μπούκα και το σκότωσε το θεριό. Αλλά αυτός εδηλητηριάστηκε. Είχε μαγνήτη το θεριό και τον ετράβα προς το μέρος του. Τον ετράβα το θεριό, να πούμε, αλλ' αυτός έβαλε τα πόδια ντου αντισκάρι και του παίζει με το δρουμπούνι και το σκότωσε, κι εκαταχτύπα εκειά την ορά ντου, να πούμε, κι αυτόν τον επήρανε λιγοθυμισμένο. Τον επήγανε στο γιατρό, έγινε καλά...
Και του 'πε ο βασιλιάς:
-- Ίντα δώρο θέλεις να σου κάμω τώρα;
Κι αυτός, να πούμε, ίντα να ζητήξει; Λεφτά; Εντράπηκε, να μην πει εδά, να πούμε, πως επήε γιανά πάρει λεφτά να χάσει τη ζωή ντου. Και του λέει:
-- Δε θέλω τίποτα, λεει, παρά να βαστώ τ' άρματά μου όπου πάω ελεύτερα.
Κι εβάσττα πραματικώς το ντουφέκι ντου, ένα κοντό μαλιχέρι, με τ' ασήμια - τού 'χε ασήμια απάνω - με το φυσεκλίκι και το βάστα ώστε απού 'πόθανε.
Ερώτηση (δική μου):
-- Από που ήτονε αυτός ο Χαρίσος;
Απάντηση:
-- Αυτός ήτονε από τον Άη Γιάννη. Από τον Άη Γιάννη ήτονε κι εκάθουντονε στην Καλή Συκιά [Ρεθύμνης].